ΛΙΤΣΑ ΚΑΡΑΜΠΙΝΗ

Αχ, αυτός ο Άνθρωπος…

Σ
το καφενείο, όταν ψυχραίνει ο καιρός, φουντώνουν οι κουβέντες. Το έχω παρατηρήσει αυτό. Κυρίως όταν τα νέα είναι συνταρακτικά. Να, σαν κι απόψε που χάσαμε τον Γεράσιμο.

Ογδόντα έξι χρονών ο Γεράσιμος, κοτσανάτος μεν, αλλά τι να του κλάψεις! Τις μέρες του τις έφαγε μέχρι τον πάτο. «Τα χρόνια του να πάρουμε» λένε κάποιοι. Κάνα δυο χαμογελούν βεβιασμένα, άβολα. Λίγα θα τους φαίνονται, τα κοντοζυγώνουν. Ο ένας είναι ο δάσκαλος, ο άλλος ο Αργύρης.

Ο δάσκαλος σηκώνει το ποτηράκι με το τσίπουρο. «Ο Θεός να τον συγχωρέσει κι εκείνον κι εμάς» λέει και το πίνει μονορούφι.

«Εμάς, γιατί; Δεν ήρθε η ώρα μας ακόμη…» μουντζουφλιάζει ο Αργύρης.

«Γιατί γκρεμίσαμε τον κόσμο του για να τον φτιάξουμε απ’ την αρχή και τώρα σ’ ένα κόσμο ετοιμόρροπο ζούμε δυστυχισμένοι».

Η βαβούρα κόβεται με το μαχαίρι. Τα βλέμματα στρέφονται στον δάσκαλο, κανείς δεν διακόπτει.

«Περίεργο δεν ακούγεται, ο άνθρωπος να δυστυχεί μέσα σ’ έναν κόσμο που μονάχος του έφτιαξε; Πόλεμοι, πείνα, διεφθαρμένη εξουσία, και βρώμικο χρήμα καθοδηγούν το πεπρωμένο της ζωής του ανθρώπου. Φόβοι και προσωπικές προκαταλήψεις. Πάθος για τα υλικά αγαθά. Ζήλια για τα αγαθά του άλλου. Άγχος για την επόμενη μέρα που κανείς δεν ξέρει αν θα του ξημερώσει. Αυτός είναι ο κόσμος μας.. Ζαλωθήκαμε τα ¨πρέπει¨ που μας φόρτωσαν και υφαίνουμε τον χρόνο μας και τον πολιτισμό μας. Υφαίνουμε κυκλικά, φτιάχνουμε τσουβάλι και κρυβόμαστε μέσα του. Κι όταν μας κλείσουν τον αέρα από πάνω, δέσμιοι κι ανίσχυροι πια, τα βάζουμε με την κακοτυχιά μας. Όμως η ευθύνη της χαράς και της ελευθερίας μας, ήταν πάντα δική μας. Εμείς ήμασταν εκείνοι που δεν αντέχαμε να το ξέρουμε. Γιατί, τι είναι ο άνθρωπος χωρίς χαρά και χωρίς ελευθερία; Σαν τον συγχωρεμένο τον Γεράσιμο… Δεν έζησε, δεν γέλασε, δεν χάρηκε.. Κι αν είναι κάποιος να τον κλάψει τώρα που πέθανε, ας τον κλάψει για την ζωή που δεν έζησε κι όχι για τα δυο, τρία χρόνια που θα μπορούσε να ζήσει ακόμη».

«Η αλήθεια είναι πως ήταν καρμίρης, ο συγχωρεμένος» είπε ο Φάνης από το διπλανό τραπέζι.

«Ναι, αλλά κοίτα τι περιουσία άφησε!» φιλοσόφησε ο Αργύρης.

Ο δάσκαλος είπε, σαν ν’ απολογήθηκε «οι αλήθειες πρέπει να λέγονται και όταν λέγονται, είναι για ν’ αφυπνίζουν τους ζωντανούς, να κεντρίζουν τα ένστικτα και τα κίνητρά τους κι όχι για να προσβάλουν τους νεκρούς». Ύστερα δεν ξαναμίλησε.. Και για πολλή ώρα κανείς δεν μίλησε άλλος. Ύστερα πιάσανε αλλιώτικες κουβέντες. Σαν, ξαφνικά, ο χρόνος να έκρυψε τον Γεράσιμο στο παρελθόν.

Μέχρι την ώρα που γύρισα στο σπίτι και μέχρι τη νύχτα αργά που με πήρε ο ύπνος, τα λόγια του δάσκαλου γύριζαν στο μυαλό μου. Τα αναχάραζα, τα μάζευα, τα έστυβα, τα άπλωνα. Τα έσπρωχνα στο μυαλό μου να ανοίξουνε λαγούμια.

Τι σου είναι ο Άνθρωπος! Διδάσκεται περίτεχνα την στέρηση της ελευθερίας του, αποποιείται τα οράματά του και χτίζει με αίσθημα ασφάλειας τις εχθρικές προς τον ίδιο δομές του κόσμου του, προσκυνώντας μ’ ευχαρίστηση τους εχθρούς του. Ύστερα καταφεύγει στις φιλοσοφικές, επιστημονικές, θεολογικές θεωρίες του για να βρει τι πήγε στραβά στην αναζήτηση της χαράς και της ευτυχίας του. .

Και δουλεύει ασταμάτητα, ακόμη κι αν φτάσει στα βαθιά γεράματά του, για να καταστείλει τα ένστικτα, τα κίνητρα και τα πραγματικά όνειρά του. Κι ύστερα να κληροδοτήσει την τύφλα του στις επόμενες γενιές του. Τον κόσμο του τον άρρωστο μαζί με τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του.

Αχ, αυτός ο Άνθρωπος! Πόσο μικρός, πόσο ασήμαντος, αγωνίζεται με τρόπο οδυνηρό να γίνει…

 

karalitsa2@gmail.com