Στον αντίποδα οι έδρες αυτές θα αφαιρεθούν από την Α΄Πειραιά, τις Σέρρες, τη Φθιώτιδα, τη Μαγνησία, την Κοζάνη, την Άρτα, καθώς και την Καστοριά και τη Θεσπρωτία που γίνουμε πλέον μονοεδρικές περιφέρειες.
Σε 9.716.889 άτομα ανέρχεται ο νόμιμος πληθυσμός της χώρας, σύμφωνα με τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την απογραφή πληθυσμού-κατοικιών 2021, που διενήργησε η ΕΛΣΤΑΤ.
Τα αναλυτικά στοιχεία της Στατιστικής Αρχής κατά περιφερειακή ενότητα, δήμο και δημοτική ενότητα, θα δημοσιευθούν σε ΦΕΚ.
Παράλληλα δε, εστάλησαν στον υπουργό Εσωτερικών Μάκη Βορίδη, προκειμένου τον Ιανουάριο να καθοριστεί η νέα κατανομή των εδρών για τις βουλευτικές εκλογές.
Αντίστροφη μέτρηση
Η φράση «αντίστροφη μέτρηση» για τις εκλογές είναι κάτι περισσότερο από ένα δημοσιογραφικό κλισέ πλέον. Τουλάχιστον αυτό επιτρέπεται να εικάσουμε από την χτεσινή ανακοίνωση του υπουργείου Εσωτερικών για την απογραφή.
Η επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου Εσωτερικών την περασμένη Παρασκευή για την απογραφή και την αλλαγή του εκλογικού χάρτη με τη νέα κατανομή των εδρών έκρυβε μια είδηση στα «ψιλά γράμματα» της ανακοίνωσης. Πρόκειται για την εντολή του Μάκη Βορίδη στη Διεύθυνση Εκλογών του υπουργείου Εσωτερικών να προχωρήσει στη σύνταξη του σχετικού Προεδρικού Διατάγματος γι’ αυτές τις μεταβολές προκειμένου το ΠΔ να εκδοθεί έως τις 10 Ιανουαρίου του 2023.
Η έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος πριν από τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη των εκλογών είναι προϋπόθεση για να γίνουν οι εκλογές με βάση τη νέα κατανομή των εδρών στις εκλογικές περιφέρειες όπως άλλωστε είχε δεσμευτεί η κυβέρνηση για εκλογές με βάση την απογραφή του 2021.
Το γεγονός ότι η κυβέρνηση θέλει να εκδώσει το ΠΔ αμέσως μετά το τέλος των γιορτών, δηλαδή μέσα στο επόμενο δεκαήμερο και όχι ως το τέλος Φεβρουαρίου όπως έχει το περιθώριο να κάνει, καθιστά απολύτως βάσιμη την εκτίμηση πως βρισκόμαστε πλέον εν αναμονή της διάλυσης της Βουλής και της προκήρυξης των εκλογών πριν από το Πάσχα -στο βαθμό που δεν υπαγορεύει κάποιος άλλος λόγος- τη βούληση της κυβέρνησης για την τάχιστη έκδοση του ΠΔ.
Ο ίδιος ο κ. Βορίδης άλλωστε προ ημερών είχε δηλώσει με νόημα, αφήνοντας ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο να προκηρυχθούν οι εκλογές πριν από το Πάσχα, πως θα πρέπει να υπολογίσουμε δύο καθαρούς μήνες για την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας μετά την ανακοίνωση της διάλυσης της Βουλής.
Το Πάσχα πέφτει στις 16 Απριλίου και στα δημοσιογραφικά γραφεία εδώ και μέρες άλλωστε έχουν κυκλοφορήσει και τα τρία ενδεχό- μενα για κάλπες είτε στις 26 Μαρτίου, είτε στις 2 Απριλίου, είτε στις 9 Απριλίου.
Σε κάθε περίπτωση, με βάση τη δήλωση Βορίδη για το δίμηνο που θα μεσολαβήσει από τη διάλυση της Βουλής μέχρι τις εκλογές, είναι σαφές ότι για να γίνουν οι εκλογές πριν από το Πάσχα, πολύ δε περισσότερο για την επομένη της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου, η Βουλή θα πρέπει να διαλυθεί άμεσα η βουλή. Το αργότερο που μπορεί να διαλυθεί η βουλή πριν τη διεξαγωγή εκλογών είναι περίπου ένας μήνας.
Με βάση όλες τις ενδείξεις, η «πρεμούρα» για την έκδοση του ΠΔ ως τις 10 Ιανουαρίου μόνο ένα τέτοιο σκοπό θα μπορούσε να υπηρετεί, να φέρει πιο κοντά την ημερομηνία των πρώτων εκλογών.
Παράλληλα στόχος της κυβέρνησης είναι να γίνουν οι δεύτερες εκλογές το Μάιο πριν από τις πανελλαδικές εξετάσεις που έχουν οριστεί για τις αρχές Ιουνίου (2/6 έως 12/6). Οι δεύτερες εκλογές θεωρούνται δεδομένες ειδικά σε περίπτωση πρωτιάς της ΝΔ στις πρώτες εκλογές, καθώς είναι μάλλον απίθανο να προκύψει αυτοδυναμία με την απλή αναλογική, ενώ ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης έχει μιλήσει ρητά για διπλές εκλογές. Ενδεχομένως τα πράγματα να μην οδηγήσουν οι δεύτερες εκλογές αν υπάρχει πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ και μπορέσει τελικά να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Όποια και αν είναι πάντως η εξέλιξη μετά το αποτέλεσμα των πρώτων εκλογών της απλής αναλογικής, γεγονός είναι ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει το εκλογικό χρονοδιάγραμμα και τον ορισμό της ημερομηνίας για την πρώτη κάλπη με βάση το σενάριο για διπλές εκλογές. Κάπως έτσι καταλήγει σε πρώτες εκλογές πριν από το Πάσχα και δεύτερες εκλογές πριν από τις πανελλαδικές εξετάσεις.
Επιπρόσθετα πάντως με την επίσπευση της έκδοσης του Προεδρικού Διατάγματος ως τις 10 Ιανουαρίου, το σενάριο για εκλογές πριν από το Πάσχα (26 Μαρτίου ή 2 Απριλίου ή 9 Απριλίου) ενισχύεται και από την είδηση που έδωσε χτες το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του πρωθυπουργού για επίσπευση της αύξησης του κατώτατου μισθού κατά ένα μήνα, την πρωταπριλιά αντί για την πρωτομαγιά του 2023 όπως είχε αρχικά ανακοινωθεί.
Βέβαια, την Κυριακή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνομιλία του με δημοσιογράφους, στο περιθώριο των ευχών στην Κατερίνα Σακελλαροπούλου στο Προεδρικό μέγαρο, είπε ότι η ανακοίνωση για τον κατώτατο μισθό -δηλαδή η επίσπευση της αύξησης κατά ένα μήνα, την πρώτη Απριλίου αντί της Πρωτομαγιάς- δεν έχει σχέση με τις εκλογές αλλά με την έναρξη της τουριστικής σεζόν. «Θέλω να το αποσαφηνίσω» ανέφερε.
Σε κάθε περίπτωση είναι λογικό ο οποιοσδήποτε πρωθυπουργός να μην θέλει να εμφανίσει αποκλειστικά ως μια προεκλογική παροχή οποιοδήποτε κοινωνικό μέτρο.
Αλλά ακόμα και αν είναι 100% αληθείς οι διευκρινίσεις του κ. Μητσοτάκη, το σίγουρο είναι ότι η αύξηση στον κατώτατο μισθό την 1η Απριλίου διευκολύνει τον εκλογικό σχεδιασμό κατά τον οποίο θα συνέπιπτε μια αύξηση μισθού με την κάλπη.
Επιπλέον θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα πρωτοχρονιάτικα μηνύματα του Κυριάκου Μητσοτάκη και των πολιτικών αρχηγών και των κομμάτων ήταν περισσότερο προεκλογικά παρά πρωτοχρονιάτικα.
Ήταν «φορτωμένα» υπερβολικά με προεκλογικά συνθήματα και μηνύματα που ξέφευγαν κατά πολύ των αναμενόμενων τέτοιων μηνυμάτων αν επρόκειτο οι εκλογές να γίνουν γενικώς μέσα στο 2023.
Περισσότερο τα «τα πρωτοχρονιάτικα» μηνύματα έμοιαζαν με μηνύματα που έδιναν την αίσθηση ότι βρισκόμαστε στην κορύφωση της προεκλογικής εκστρατείας.
Μειώθηκε ο πληθυσμός της Ελλάδας
Σε 9.716.889 άτομα ανέρχεται ο νόμιμος πληθυσμός της Ελλάδας, σύμφωνα με τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την απογραφή πληθυσμού- κατοικιών 2021, που διενήργησε η ΕΛΣΤΑΤ.
Συγκριτικά με την απογραφή του 2011 ο νόμιμος πληθυσμός μειώθηκε στην δεκαετία που διήλθε κατά 187.397 πολίτες. Συνολικά έχουν απογραφεί 9.716.889 το 2021, ενώ το 2011 είχαν απογραφεί 9.904.286.
Τη δεκαετία 1956-1965 στην Ελλάδα καταγράφηκαν 1,545 εκατομμύρια γεννήσεις. Τη δεκαετία 2016-2025 αναμένονται 835.000 γεννήσεις, λίγο περισσότερες από τις μισές. Ο δείκτης γονιμότητας θα περιοριστεί από 2,25 παιδιά ανά γυναίκα στις γενεές που γεννήθηκαν την περίοδο κοντά στο 1930, σε λιγότερα από 1,5 παιδιά στις εγγονές τους, τις γυναίκες δηλαδή που γεννήθηκαν γύρω στο 1985. Η εκτίμηση αυτή έγινε από τους καθηγητές Δημογραφίας Βύρωνα Κοτζαμάνη και Αναστασία Κωστάκη και ερευνητές του προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα» του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Οσο εντυπωσιακοί κι αν είναι οι συνολικοί δείκτες, η συγκεκριμένη ανάλυση των στοιχείων, που αναδεικνύουν οι δύο καθηγητές Δημογραφίας, οδηγεί σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τη χάραξη πολιτικής.
Η προβλεπόμενη μείωση κατά 46% των γεννήσεων ανάμεσα στις δύο προαναφερθείσες περιόδους, αναφέρουν οι δύο ερευνητές, δεν οφείλεται στο μικρότερο πλήθος των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας το 2016-2025 σε σχέση με την περίοδο 1956-1965 (γύρω στο 1,6 εκατ. γυναίκες ηλικίας 20-44 ετών), αλλά κυρίως στη μείωση της γονιμότητας των γενεών.
«Στην Ελλάδα έχει διαμορφωθεί ένα μεγάλο ποσοστό ατεκνίας, δηλαδή γυναικών που δεν γεννούν. Σήμερα είναι στο 24%. Ενα μέρος αυτών είναι για βιολογικούς λόγους. Μία σημαντική πλευρά που εντοπίσαμε είναι πως πλέον έχει αυξηθεί πολύ η μέση ηλικία γέννησης του πρώτου παιδιού, αγγίζοντας τα 32 έτη, 4-5 έτη υψηλότερη από την αντίστοιχη της περιόδου 1956-1965. Τα επόμενα χρόνια 69 στις 100 γεννήσεις θα προέρχονται από μητέρες μεγαλύτερες των 30 ετών, ενώ το 1956-1965 ήταν μόλις 36 στις 100», εξηγεί ο κ. Βύρων Κοτζαμάνης. Αυτό συμβάλλει στο να είναι όλο και λιγότερες οι γυναίκες που κάνουν δεύτερο παιδί και ακόμα λιγότερες τρίτο ή περισσότερα. «Οι τρίτες και άνω γεννήσεις θα αποτελούν στη δεκαετία 2016-2025 μόλις το 13%-14% έναντι του 26% το 1956-1965», συμπληρώνει ο καθηγητής Δημογραφίας.
Στη σύγχρονη κοινωνία διαμορφώνεται πλήθος διαφορετικών τάσεων και επιλογών. Αυτό αφορά και τη στάση απέναντι στην τεκνοποίηση, η οποία επηρεάζει όλες τις κοινωνίες με τη μια ή την άλλη μορφή. Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα που μας αναφέρει ο καθηγητής Κοτζαμάνης, σύμφωνα με τα οποία ο δείκτης γονιμότητας δύο γειτονικών χωρών, της Τουρκίας και της Αλβανίας, έχει πέσει κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια και από τα επίπεδα του 6 που ήταν τη δεκαετία του ’50 προσεγγίζει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, στο 1,7 και 1,5 αντίστοιχα! Το ζητούμενο δεν είναι μια «σταυροφορία» γενικά υπέρ των γεννήσεων, αλλά η διευκόλυνση και ενίσχυση εκείνων των γυναικών και των ζευγαριών που επιθυμούν να φέρουν στον κόσμο ένα παιδί και μάλιστα σε νεαρότερη ηλικία.
«Οπως καταγράφεται σε έρευνες, σε κοινωνίες όπως οι ευρωπαϊκές η βασική τάση είναι η επιθυμία για δύο παιδιά. Αυτό το επίπεδο σε μεγάλο βαθμό το έχουν πιάσει στις σκανδιναβικές χώρες και στη Γαλλία, με ένα σύνολο μέτρων στήριξης», συμπληρώνει ο κ. Κοτζαμά- νης.
Σύμφωνα με τους δύο ερευνητές, «η σταθεροποίηση και στη συνέχεια η ανόρθωση της γονιμότητας δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί, πρώτον, αν το ποσοστό των γυναικών χωρίς παιδιά σταθεροποιηθεί γύρω από το 25% στις νεότερες γενεές (σ.σ. τη δεκαετία του ’50 ήταν 15%), και, δεύτερον αν δεν αυξηθούν οι πιθανότητες όσων έχουν ένα πρώτο παιδί να κάνουν ένα δεύτερο και δευτερευόντως όσων έχουν κάνει ένα δεύτερο να φέρουν στον κόσμο ένα τρίτο». Αυτό φυσικά προϋποθέτει, όπως τονίζουν, τη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την απόκτηση του επιθυμητού αριθμού παιδιών και, ειδικότερα, την άρση των ασυμβατοτήτων ανάμεσα στην εργασιακή και οικογενειακή ζωή –αλλά και των υφιστάμενων ακόμη έντονων έμφυλων διακρίσεων σε πλήθος πεδίων–, τη μείωση του επιπλέον κόστους που προκύπτει από την έλευση ενός παιδιού.
Από την άποψη αυτή θεωρούν πως «ακόμη και αν δίνονταν κάποια “εξαιρετικά” κίνητρα στις τρίτεκνες γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω στο 1985 και το ποσοστό αυτών που από τρία θα κάνουν τέσσερα ή περισσότερα διπλασιαζόταν, ο διπλασιασμός αυτός ελάχιστα θα επηρέαζε τον τελικό αριθμό των παιδιών που θα έκαναν κατά μέσον όρο οι γυναίκες των γενεών αυτών, καθώς θα είχαμε μόνον 35 παιδιά επιπλέον (1.485 ανά 1.000 γυναίκες έναντι 1.450 στις γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1985). Η μη κατανόηση από τους πολιτικούς μας των αλλαγών αυτών στη γονιμότητα των μετά το 1960 γενεών οδήγησε στη λήψη μέτρων επικεντρωμένων σχεδόν αποκλειστικά στους πολυτέκνους (τέσσερα παιδιά και άνω), μέτρα που προφανώς δεν απέτρεψαν τις πτωτικές τάσεις της γονιμότητας».
Τάσεις μείωσης
2.300 παιδιά ανά 1.000 γυναίκες την περίοδο 1956-1965 και 1.450 παιδιά ανά 1.000 γυναίκες μεταξύ 2016-2025.
69% οι γυναίκες που γίνονται μητέρες άνω των 30 ετών την περίοδο 2016-2025, σε σύγκριση με 36% την περίοδο 1956-1965.
26% των γυναικών είχαν πάνω από τρία παιδιά κατά την περίοδο 1956-1965 σε σύγκριση με μόλις 14% την περίοδο 2016-2025.
Ελλειψη ουσιαστικής στήριξης
Η μείωση των γεννήσεων είναι αποτέλεσμα των αλλαγών των αναπαραγωγικών συμπεριφορών της ελληνικής κοινωνίας, όπως αναπτύχθηκαν μεταπολεμικά, αλλαγών που αποτυ- πώνονται και σε πλήθος άλλων δημογραφικών δεικτών, επισημαίνουν στη δημοσίευσή τους οι καθηγητές Δημογραφίας Αναστασία Κωστάκη και Βύρωνας Κοτζαμάνης. Πώς καταγράφεται, σύμφωνα με την έρευνα, η ακτινογραφία των γεννήσεων στις δύο διαφορετικές δεκαετίες που εξετάζονται;
Το 64% των γεννήσεων της δεκαετίας 1956-65 έγινε από μητέρες μικρότερες των 30 ετών. Οι ετήσιοι δείκτες γονιμότητας της περιόδου αυτής κυμαίνονταν από 2.100-2.300 παιδιά ανά 1.000 γυναίκες και η μέση ηλικία της μητέρας στην απόκτηση των παιδιών από 28 έως 29 έτη. Οι πρώτες γεννήσεις αποτελούν το 41% του συνόλου, οι δεύτερες το 33%, οι τρίτες το 14% και οι τέταρτες και άνω το 12% περίπου.
Οσον αφορά τις αναμενόμενες 835.000 γεννήσεις την περίοδο 2016-2025 (710.000 λιγότερες από αυτές της δεκαετίας 1956-1965), θα προέλθουν κυρίως από γυναίκες 30-44 ετών (το 70% έναντι του 35% το 1956-1965), που γεννήθηκαν γύρω από το 1985. Οι ετήσιοι δείκτες γονιμότητας αναμένεται να κυμανθούν σε περίπου 1.400 παιδιά ανά 1.000 γυναίκες. Οι γεννήσεις από αλλοδαπές μητέρες θα αποτελέσουν σχεδόν το 1/6 του συνόλου, οι εκτός γάμου το 14%-16% (έναντι <1,5% το 1956-1965), ενώ περίπου μία στις δύο γεννήσεις θα προέρχεται από ζευγάρια σε σύμφωνο συμβίωσης. Το 31% των γεννήσεων θα προέρχεται από γυναίκες μικρότερες των 30 ετών (έναντι του 64% έξι δεκαετίες πριν). Οι πρώτες γεννήσεις θα αποτελούν περίπου το 48%-49% του συνόλου, οι δεύτερες το 37%-38%, οι τρίτες το 10% και οι τέταρτες και άνω το 4%-5%. Οι προαναφερθείσες αλλαγές συνέτειναν και στη σημαντική μείωση των γυναικών με τουλάχιστον τρία παιδιά: από 350 στις 1.000 γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1930, σε 120 στις 1.000 γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1985.
Η μείωση της γονιμότητας στις γυναίκες που γεννήθηκαν μετά το 1900 ήταν σχεδόν συνεχής, με μικρές περιόδους σταθεροποίησης γύρω από τα 2,0 παιδιά/γυναίκα στις γενεές 1945-1960, καθώς –όπως επισημαίνουν οι ερευνητές– η Ελλάδα δεν γνώρισε το «baby-boom» που χαρακτήρισε τις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες την πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Ετσι, όσες γυναίκες γεννήθηκαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα έκαναν κατά μέσον όρο περισσότερα από 3 παιδιά, αυτές που γεννήθηκαν μια εικοσαετία αργότερα 2,4, όσες γεννήθηκαν την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία 2,0 και οι γεννημένες το 1970-1980 από 1,6 έως 1,5 παιδιά ανά γυναίκα.